16.06.2021
Ο Πέτρος περπατούσε ψιλοβιαστικά κρατώντας τα κλειδιά στο χέρι. Δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος που να τον κάνει να βιάζεται, αλλά ούτε και να τον κάνει να χαζεύει γύρω του. Εκτός ίσως από την αφόρητη ζέστη. Απόγευμα μεν, αλλά ο ήλιος δεν έλεγε να πέσει. Και η Αθήνα έβραζε, υπενθυμίζοντάς του πόσο αφιλόξενη είναι αυτή η πόλη κατά τη διάρκεια της ημέρας τους καλοκαιρινούς μήνες. Αν και δεν ήταν μεγάλη η απόσταση μέχρι το σπίτι, έκατσε σ' ένα παγκάκι να πάρει μια ανάσα και έκλεισε τα μάτια του. Δεν είχε περάσει αρκετή ώρα ώσπου αυτός ο εκνευριστικός, άθλιος θόρυβος ρουφήγματος καλαμακίου τον καλούσε να εγκαταλείψει το λήθαργό του και να επιστρέψει στα εγκόσμια. Ο Πέτρος σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε την πηγή του θορύβου. Πριν προλάβει να πει λέξη, η κοπέλα είχε σηκωθεί και με το κουτάκι ice tea ανά χείρας έψαχνε κάτι με το βλέμμα της. Ούτε που τον είχε προσέξει. Με ένα μικρό δισταγμό, είχαν περάσει και δέκα χρόνια δε μπορούσε να ήταν σίγουρος, φώναξε: "Αλίκη;"
Η Αλίκη στεκόταν όρθια λίγο πιο μπροστά από το παγκάκι από το οποίο μόλις είχε σηκωθεί, ψάχνωντας για κάδο ανακύκλωσης, όταν άκουσε κάποιον να φωνάζει τ΄ όνομά της. Κοίταξε αριστερά-δεξιά δεν υπήρχε κανείς οπότε γύρισε πίσω για να δει... τον Πέτρο! Σάστισε για μερικά δευτερόλεπτα και κούναγε ανεπαίσθητα το κεφάλι της αριστερά - δεξιά για να το πιστέψει ενώ μέχρι το χαμόγελο της να φτάσει από το ένα αυτί μέχρι το άλλο ο Πέτρος ήδη την έσφιγγε στην αγκαλιά του. Το "δεν το πιστεύω" του ενός μπλεκόταν με το "τι κάνεις" του άλλου ενώ κοιτιόντουσαν από πάνω μέχρι κάτω προσπαθώντας να αντιστοιχίσουν την τωρινή τους εικόνα με αυτή που είχαν στο μυαλό τους ο ένας για τον άλλον, δέκα χρόνια πριν.
- Τι κάνεις;
- Καλά...
- Δεν έχεις αλλάξει καθόλου.
- Ούτε εσύ. Άντε ίσως λίγο.
- Μεγάλωσα και σοβάρεψα.
- Να το πιστέψω;
- Όχι.
- Από πότε έχουμε να τα πούμε;
- Από τότε...
- Όντως.
- Μαθαίνω για σένα καμιά φορά.
- Εγώ έχω πάρα πολύ καιρό να μάθω νέα σου.
- Τα επαγγελματικά σου τα ψιλοξέρω. Τα προσωπικά θέλω να μάθω... Τι έχουμε εδώ; (το βλέμμα του στέκεται στη βέρα της Αλίκης) Το κάναμε το απονενοημένο Αλικάκι;
- Ε σαν παιδί και εγώ...
- Πόσα;
- Τι πόσα;
- Παιδιά πόσα;
-Δύο
- Χριστέ μου.
- Εσύ;
- Κανένα απ' όσο ξέρω.
- Εσύ τι κάνεις, εννοώ;
- Ε λέω σιγά σιγά να παντρευτώ κι εγώ.
- Άντε με το καλό!
- Χάρηκα πολύ που σε είδα...
- Κι εγώ.
Κι ενώ γυρίζουν και οι δύο να φύγουν η Αλίκη το μετανιώνει σχεδόν αμέσως και αλλάζει κατεύθυνση,
- Πέτρο, το ότι χάρηκα δεν το λέω τυπικά. Και επειδή δεν ξέρω, ή μάλλον ξέρω γιατί, αλλά δε μου αρέσει που χαθήκαμε τόσο πολύ θες κάποια στιγμή να πάμε για ένα καφέ, να πούμε τα νέα μας με την ησυχία μας;
- Ούτε εγώ το λέω τυπικά. Αλλά επειδή το κάποια στιγμή δεν θα έρθει ποτέ, πάμε τώρα για καφέ; Βιάζεσαι;
- Όχι.
- Τέλεια ούτε εγώ.
Έκατσαν σε μια μικρή συνοικιακή καφετέρια η οποία ήταν αρκετά δροσερή, συμπαθητική και χωρίς ενοχλητικό κόσμο. Ήρθαν οι καφέδες και μαζί μ' αυτούς και τα νέα μιας δεκαετίας. Τι έκανε ο ένας, τι έκανε ο άλλος, κουτσομπολιά για παλιούς κοινούς γνωστούς, σχόλια για την επικαιρότητα και η συζήτηση να κυλάει από μόνη της από το παρόν στο παρελθόν, σα να αποφάσιζε μόνη της που ήθελε να πάει. Ο Πέτρος μιλάει δυνατά και καθώς μιλάει κουνάει τα χέρια του. Πάντα μίλαγε περισσότερο. Η Αλίκη τον κοιτάει με τα τεράστια μάτια της και πότε γελάει, πότε χαμογελάει. Όντως δεν έχει αλλάξει καθόλου. Ούτε εκείνος, ούτε εκείνη. Όταν έχεις να δεις κάποιον δέκα χρόνια, ή θες να προλάβεις να του πεις τα πάντα ή δεν έχεις να του πεις τίποτα. Εξαρτάται από το ποιον έχεις απέναντί σου.
16.06.2011
Τεχνόπολις, Γκάζι. Η ώρα έχει πάει 22.30, η ξαφνική βροχή απειλεί να καταστρέψει τη συναυλία αλλά όχι! Μια αλλαγή μηχανημάτων και ο Κωστής Μαραβέγιας με το κλασσικό του χαμόγελο και το λουλουδάτο του πουκάμισο χοροπηδάει στη σκηνή. Ανάμεσα στον κόσμο, η Αλίκη προσπαθεί να πάρει ανάσα. Έτρεχε για να μη χάσει την έναρξη της συναυλίας, οι φίλες της ήταν ήδη εκεί. Οι συναυλίες του Κωστή είναι πάντα ένα μεγάλο πάρτι. Είτε είσαι στενοχωρημένος, είτε χαρούμενος, ξεχνάς ό,τι έχεις μες το κεφάλι σου και απλά χορεύεις και τραγουδάς μέχρι τελικής πτώσης. Η βροχή δεν πτόησε κανέναν. Η Τεχνόπολη έχει γεμίσει από κόσμο, τρελό από χαρά. Η Αλίκη έχει γίνει ένα μ' αυτούς. Ακόμα είναι πολύ νωρίς για να σκεφτεί ότι η σημερινή της γνωριμία με τον Πέτρο ήταν κάτι πολύ παραπάνω από μια απλή συμπάθεια. Μια στιγμή μόνο, όταν η μουσική θα ηρεμήσει, θα σκεφτεί αστραπιαία εκείνο το παράξενο συναίσθημα όταν φεύγοντας για να τη χαιρετήσει της χάιδεψε τον ώμο. Αλλά όπως ήρθε αυτή η σκέψη, έτσι και πέταξε και χάθηκε ανάμεσα στις υποψίες αστεριών του αθηναϊκού ουρανού.
Όχι πολύ μακριά, σε κάποιο πολύχρωμο και φασαριόζικο αθηναϊκό μπαράκι ο Πέτρος διασκεδάζει με τους φίλους του. Έχουν περάσει λίγες μέρες από τότε που ξεκίνησε να βγαίνει με τη Μαρία και είναι τουλάχιστον ενθουσιασμένος. Καλοκαιρινός έρωτας; Κάτι περισσότερο; Κάτι λίγότερο; Θα δείξει. Ίσως υποσυνείδητα να πέρασε από το μυαλό του η ίδια σκέψη που πέρασε και απ' το μυαλό της Αλίκης αλλά ακόμα πιο ασυναίσθητα. Όχι δεν υπήρχε ούτε χώρος, ούτε χρόνος.
(Στους μήνες που θα ακολουθήσουν ο Πέτρος και η Αλίκη θα συναντηθούν πολλές φορές. Θα μπορούσαν εύκολα να γίνουν κολλητοί αλλά δε θα γίνουν. Θα μπορούσαν επίσης να γίνουν ζευγάρι αλλά δε θα γίνουν. Και δε θα πουν ποτέ τίποτα ο ένας στον άλλον. Η Αλίκη θα χρειαστεί 2-3 φορές για να καταλάβει πως μπορεί να ερωτευτεί τον Πέτρο, ο Πέτρος θα χρειαστεί λίγο περισσότερο για να καταλάβει πως δεν τη βλέπει μόνο σα φίλη του την Αλίκη. Όμως υπάρχει μια Μαρία και πολλά ακόμα κατάλοιπα και στους δύο. Και κυρίως αυτό που οι φίλοι μας οι Βρετανοί λένε "κακό timing".)
to be continued...
Εκείνος άπλωσε τα χέρια κι έσπρωξε απαλά
τα μαλλιά της πίσω απ' τα αυτιά
ώστε να φαίνονται ξεκάθαρα τα φωτεινά της μάτια
κι ήρθαν στο νου της τα κομμάτια
που τραγουδούσε στην κιθάρα του
τις Κυριακές τα απογεύματα
κι όλα τα πνεύματα
που χρόνια περπατούσαν στην πλατεία
στροβιλιζόντουσαν στη δίνη που κατέληγε στο στήθος της
κι από το ύφος της προδόθηκε η ελπίδα
θα ορκιζόμουν πως τους είδα να πετούν
μισό μέτρο πάνω απ' τη γη
τα σώματά τους συμπαγή
μα όταν τα χείλη τους ενώθηκαν οι δυο τους γίναν ένα
κι ήταν τα μάτια του κλειστά κι ήταν τα χέρια της δεμένα
κι ήταν ο χρόνος κολλημένος ίδια σκηνή εδώ και αιώνες
γιατί ποτέ τους δεν υπάκουσαν σε νόμους και κανόνες
τώρα πετούσαν αγκαλιά μέχρι τα σύννεφα
σ' ένα ταξίδι που για χρόνια αναβάλλω
εκείνος έγινε αέρας
εκείνη έγινε σκόνη
και από τότε ακολουθεί ο ένας τον άλλον
(Εκείνος κι εκείνη - Ζακ Στεφάνου)